Current track

Title

Artist

[qt-onairmini][qt-upcomingmini]

 

[qt-onairmini][qt-upcomingmini]

 

Ρένα Βλαχοπούλου – Παντοτινή Κόμισσα της Κέρκυρας και του θεάτρου (pics & video)

Written by on 29 Ιουλίου 2022

[ad_1]

Γεννήθηκε στην Κέρκυρα, στις 28 Ιουλίου του 1917 και πέθανε σαν σήμερα, στις 29 Ιουλίου του 2004. Μια μέρα μετά τα γενέθλιά της…

Η Ρένα Βλαχοπούλου αγαπήθηκε όσο λίγες ηθοποιοί. Το μπρίο, το χιούμορ, ο αυθορμητισμός της σε συνδυασμό με το μεγάλο κωμικό της ταλέντο, της έδωσαν για πάντα μια θέση στην καρδιά του κοινού.

Ο πατέρας της, Γιάννης, ήταν αριστοκράτης. Η μητέρα της, Καλλιόπη, ήταν κόρη μιας από τις υπηρέτριες των Βλαχόπουλων. Οι δυο νέοι αγαπήθηκαν και παρά τις αντιδράσεις, παντρεύτηκαν. Ο Γιάννης Βλαχόπουλος αποκληρώθηκε από την οικογένεια του αλλά δεν άλλαξε γνώμη.

Η Ρένα ήταν το πέμπτο από τα εννιά παιδιά τους. Ο πατέρας της την έπαιρνε συχνά στο σπίτι του φίλου του, Κόντε Θεοτόκη ο οποίος διέθετε πιάνο και δίσκους. Εκεί, ήρθε σε επαφή με την μουσική.  

Στα 16 της χρόνια έπιασε δουλειά ως τραγουδίστρια σε ένα ζαχαροπλαστείο στη Σπινιάδα. Το 1938 γνωρίζει τον ποδοσφαιριστή της Α.Ε.Κ. Κώστα Βασιλείου και παντρεύτηκαν τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα.

Τότε, στο Ζάππειο, στο βαριετέ «Όασις», ο Μίμης Τραϊφόρος παρουσίαζε νέους καλλιτέχνες. Η Ρένα εμφανίστηκε και τραγούδησε, εντυπωσιάζοντας τον Τραϊφόρο που της πρόσφερε μόνιμη δουλειά. Η ίδια έχει πει πως το πρώτο βράδυ, πάτησε την δανεική τουαλέτα που φορούσε κι έπεσε στο έδαφος.

Η πρώτη της επιτυχία ήταν το τραγούδι «Μικρή χωριατοπούλα», διασκευή του ιταλικού «Reginella Campagnola». (Πρόκειται για το ίδιο τραγούδι που διασκεύασε ο Γιώργος Οικονομίδης όταν εισέβαλλαν στην Ελλάδα οι Ιταλοί, με τίτλο «Κορόιδο Μουσολίνι»).

Λίγο μετά την κήρυξη του πολέμου, το 1940, οι Ιταλοί βομβαρδίζουν την Κέρκυρα. Οι γονείς της σκοτώνονται. Η ίδια παίρνει διαζύγιο από τον Βασιλείου και το 1943 παντρεύεται τον Γιάννη Κωστόπουλο, τραπεζίτη.

Επαγγελματικά, συνεργάζεται με τον Γιάννη Σπάρτακο ο οποίος της γράφει τζαζ τραγούδια. Η επιτυχία της είναι τόση, που ο τύπος την αποκαλεί «βασίλισσα της τζαζ». Η μεγαλύτερη επιτυχία της ήταν το τραγούδι «Θα σε πάρω να φύγουμε» που έγινε γνωστό και στο εξωτερικό.

Το 1946 χωρίζει με τον Κωστόπουλο και ξεκινά περιοδείες στο εξωτερικό, μαζί με τον Σπάρτακο. Ξεκινούν από την Μέση Ανατολή και καταλήγουν στις Η.Π.Α. Όσο βρισκόταν στην Μέση Ανατολή, δέχτηκε πρόσκληση από τον Σάχη της Περσίας, Ρεζά Παχλαβί να τραγουδήσει στα Ανάκτορα. Μάλιστα, της χάρισε κι ένα μενταγιόν. Ένας άλλος λόγος για την επιτυχία της, ήταν πως μιλούσε εξαιρετικά αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και ιταλικά.

Επέστρεψε στην Αθήνα το 1951 κι έλαβε μέρος στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Αθήνα» που ανέβηκε στο «θέατρο Σαμαρτζή», μαζί με τους Ορέστη Μακρή, Κούλη Στολίγκα, Νίκο Σταυρίδη, Άννα και Μαρία Καλουτά.  Μέχρι το 1954 εμφανιζόταν ως τραγουδίστρια. Τότε, συμμετείχε στην επιθεώρηση των Τραϊφόρου – Γιαννακόπουλου «Σουσουράδα», στο θέατρο Βέμπο. Μαζί με τον Νίκο Σταυρίδη, έκαναν το νούμερο «Άλα πασά μου, κάνε μου τέτοια». Όπως είπε αργότερα, ντρεπόταν που έβγαινε στη σκηνή με νούμερο καθώς δεν είχε σκεφτεί ποτέ να γίνει ηθοποιός.

Η πρώτη της εμφάνιση στο σινεμά ήταν το 1956 στην ταινία «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» σε σκηνοθεσία Γιάννη Πετροπουλάκη. Η ταινία ξεπέρασε τα 100.000 εισιτήρια.

Μέχρι το 1962 ηχογράφησε πολλά τραγούδια, συμμετείχε στις εκπομπές του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, σε επιθεωρήσεις και νυχτερινά κέντρα.

Εκείνη την χρονιά εμφανίστηκε στην ταινία «Όταν λείπει η γάτα» του Αλέκου Σακελλάριου, μαζί με τους Βασίλη Αυλωνίτη, Νίκο Ρίζο, Μαρίκα Κρεβατά, Νίκη Λινάρδου και Ανδρέα Ντούζο, καθώς και στην ταινία «Μερικοί το προτιμούν κρύο» του Γιάννη Δαλιανίδη. Μάλιστα, ήταν ο σκηνοθέτης που επέμεινε για την παρουσία της, ο Φίνος είχε αντιρρήσεις. Η ταινία «έκοψε» περισσότερα από 200.000 εισιτήρια και η Ρένα Βλαχοπούλου καθιερώθηκε ως σταρ του μιούζικαλ.

Πολύ αργότερα, ανέφερε πως στην σκηνή του νυχτερινού κέντρου, έκανε μια απότομη κίνηση και της έπεσε το φόρεμα

Ακολούθησαν η παράσταση «Οδός Ονείρων» το 1962, του Αλέξη Σολωμού. Η Ρένα ήταν μια από τις «αδελφές Τατά», μαζί με την Μάρω Κοντού, τη Ζωή Φυτούση και την Νίκη Λεμπέση σατιρίζοντας τις ταινίες μελό.

Ακολούθησαν οι ταινίες «Ένα κορίτσι για δυο», «Κάτι να καίει», «Η Χαρτοπαίχτρα», «Κορίτσια για φίλημα», «Φωνάζει ο κλέφτης» και «Ραντεβού στον Αέρα» όπου υποδύθηκε την Τζένη Σταθάτου αλλά και τον εαυτό της. Όλες τις ταινίες σκηνοθέτησε ο Γιάννης Δαλιανίδης.

Το 1965 αρνήθηκε τον ρόλο της «Πάστα Φλώρα» στην ταινία «Μια τρελή τρελή οικογένεια» γιατί θεώρησε πως ήταν πολύ νέα για να παίξει την μητέρα της Τζένης Καρέζη. Αργότερα αναρωτήθηκε μήπως έκανε λάθος…

Το 1967 παντρεύτηκε τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη με τον οποίον έμειναν μαζί έως τον θάνατό της. Από κανέναν γάμο της δεν απέκτησε παιδιά καθώς όπως έχει πει η ίδια «δεν ήθελα να τα μεγαλώσουν ξένοι». Η αγάπη της για το θέατρο ήταν μεγαλύτερη από την επιθυμία της να γίνει μητέρα.

Το 1966 μεταπήδησε στην εταιρεία «Καραγιάννης – Καρατζόπουλος» καθώς συμφώνησε διπλάσια αμοιβή και ποσοστό από τα κέρδη των ταινιών της. Εκεί γύρισε τις ταινίες «Βουλευτίνα», «Βίβα Ρένα» και «Η Ζηλιάρα». Τρία χρόνια μετά επέστρεψε στην Φίνος Φιλμ και γύρισε την «Παριζιάνα» του Γιάννη Δαλιανίδη.

Κατά τη διάρκεια της Χούντας, συμμετείχε στους εορτασμούς της επετείου της 21ης Απριλίου μαζί με άλλους καλλιτέχνες. Υπήρξε δεύτερη δοτή πρόεδρος του λεγόμενου «Εθνικού Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών» που ίδρυσε η χούντα αφού διέλυσε το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Πρώτος δοτός πρόεδρος του  φιλοχουντικού ΕΣΕΗ ήταν ο Παντελής Ζερβός.  

Στις αρχές του 1970 ανέβηκε στην Αθήνα φιλοδικτατορική επιθεώρηση με πρωταγωνίστρια την ίδια, που σατίριζε εκτός άλλων και την εξόριστη Μελίνα Μερκούρη.

Ακολούθησαν οι ταινίες «Μια τρελή – τρελή σαραντάρα» και «Η θεία μου η χίπισσα», το 1971 οι «Μια Ελληνίδα στο χαρέμι» και «Ζητείται επειγόντως γαμπρός». Το 1972 «Η κόμησσα της Κέρκυρας» και η «Η Ρένα είναι οφσάιντ», όλες του Αλέκου Σακελλάριου. Της άρεσε να αυτοσχεδιάζει, παραβιάζοντας το σενάριο. Από το 1972 ο ελληνικός κινηματογράφος μπήκε σε παρακμή, λόγω κυρίως της τηλεόρασης και για τα  επόμενα επτά χρόνια δεν γύρισε ταινίες.

Το 1976 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην τηλεόραση της ΕΡΤ ως πρωταγωνίστρια στην  σειρά «Μια Κερκυραία στην Αθήνα», σε σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου, που ολοκληρώθηκε σε εικοσιπέντε 45λεπτα επεισόδια. Δεν ικανοποιήθηκε κι έτσι άργησε να ασχοληθεί ξανά με τη μικρή οθόνη.

Το 1978 συμμετέχει στις ηχογραφήσεις για το έργο «Τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή στο Τρίτο Πρόγραμμα, όμως παρουσιάστηκαν δυσκολίες. Η Βλαχοπούλου ερχόταν πάντα αδιάβαστη και αυτοσχεδίαζε ξεφεύγοντας από το κείμενο. Πάντως η ερμηνεία της θεωρήθηκε επιτυχημένη.

Επανήλθε στον κινηματογράφο το 1979 με τις Φανταρίνες του Ντίμη Δαδήρα (300.000 εισιτήρια). Την ίδια χρονιά, ο Γιώργος Σκούρτης διασκεύασε την Λυσιστράτη του Αριστοφάνη σε μουσική κωμωδία με τίτλο Λυσιστράτη ’79, που παρουσιάστηκε το φθινόπωρο του 1979 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ. Σκηνοθέτης ήταν ο Δαλιανίδης και πρωταγωνίστρια η ίδια, αλλά η παράσταση δεν γνώρισε επιτυχία. Ακολούθησαν οι ταινίες «Ρένα να η ευκαιρία» το 1980, «Της πολιτσμάνας το κάγκελο» το 1981, «Η μανούλα, το μανούλι και ο παίδαρος» το 1982 και «Η σιδηρά κυρία» το 1983.

Στις 13 και 14 Σεπτεμβρίου 1984 στο θέατρο Λυκαβηττού τραγούδησε μπροστά στο αθηναϊκό κοινό, τιμώντας τον συνθέτη Γιάννη Σπάρτακο για τα 50 χρόνια της καριέρας του στην ελληνική μουσική μαζί με άλλους καλλιτέχνες. Το 1985 πρωταγωνίστησε για τελευταία φορά στον ελληνικό κινηματογράφο στην ταινία «Ρένα τα ρέστα σου» (σκην. Αλ. Σακελλάριου). Ακολούθησαν συμμετοχές σε εννέα βιντεοταινίες από το 1986 έως το 1990. Αργότερα δήλωσε πως έκανε λάθος με τις βιντεοταινίες και παρασύρθηκε από τη μόδα της εποχής.

Το 1988 έπαθε γαστρορραγία. Η καριέρα της άρχισε να «πέφτει», καθώς δεν ήταν πλέον τόσο εκρηκτική και ζόρικη, ενώ τραγουδούσε σε πλέι μπακ. Παρ’ όλα αυτά συνέχισε να εμφανίζεται στο θέατρο, εισπράττοντας την αγάπη και το χειροκρότημα του κοινού. Το 1989 υπέγραψε συμβόλαιο με τον ΑΝΤ1, όπου έπαιξε στη σειρά «Μάμα μία» και την επόμενη περίοδο (1991-1992) στο «Μάλιστα κύριε» με τον Γιάννη Μιχαλόπουλο. Ταυτόχρονα εμφανιζόταν στο μουσικό θέατρο Ρεξ σε μουσικό πρόγραμμα, μαζί με τους Δημήτρη Μητροπάνο, Γλυκερία, Γιάννη Μηλιώκα και Χρήστο Νικολόπουλο.

Την περίοδο 1992-1993 έπαιξε για τελευταία φορά σε επιθεώρηση, στο έργο «Για την Ελλάδα ρε γαμώτο». Αποχαιρέτησε το θέατρο την περίοδο 1993-94 με την θεατρική μεταφορά της «Χαρτοπαίχτρας» του Ψαθά, που ανέβηκε στο θέατρο Μπρόντγουεϊ. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε με την τραγουδίστρια Αλέξια στον δίσκο «Η Αλέξια ερμηνεύει τα κλασικά», τραγουδώντας μαζί το «Έχω απόψε ραντεβού». Το 1995 εμφανίστηκε σε επεισόδιο των Δέκα μικρών Μήτσων, πλάι στον Λάκη Λαζόπουλο. Το 1997 κυκλοφόρησε τον δίσκο «Η Ρένα τραγουδάει τζαζ» επανεκτελώντας παλιές ελληνικές και διασκευασμένες ξένες επιτυχίες υπό την μουσική επιμέλεια του συνθέτη Γιώργου Θεοδοσιάδη.

Το 2002 κυκλοφόρησε η βιογραφία της με τίτλο «Βίβα Ρένα» από τις εκδόσεις «Άγκυρα» με την επιμέλεια του Μάκη Δελαπόρτα ενώ η Κέρκυρα την τίμησε μετονομάζοντας το θέατρο του πρώην θερινού ανακτόρου Μον Ρεπό σε θέατρο «Ρένα Βλαχοπούλου». Το 2003 ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος, της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα για την προσφορά της στις τέχνες.

Μέσα στα 55 χρόνια δράσης της συμμετείχε σε περίπου 120 παραστάσεις στο θέατρο από το 1940 έως το 1994 και σε 26 ταινίες από το 1951 έως το 1985. Στην ιδιωτική της ζωή, όταν κάποιος της ζητούσε να αφηγηθεί κάτι κωμικό, ένιωθε προσβεβλημένη κι αυτό γιατί θεωρούσε πως αυτομάτως την υποτιμούσαν από καλλιτέχνιδα σε καραγκιόζη. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις απάντησε: “Μωρή άει στο διάολο που μου ζητάς πρωινιάτικα να σου πω κάτι κωμικό. Τι κωμικό; Πάω να ψωνίσω!”.

Απεβίωσε στις 7 το απόγευμα της Πέμπτης 29 Ιουλίου 2004 στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Είχε εισαχτεί στις 16 Ιουλίου για να χειρουργηθεί, μετά από διάτρηση στομάχου. Το ιατρικό ανακοινωθέν ανέφερε ως αιτία θανάτου την ανακοπή καρδιάς.

Στις 30 Ιουλίου του 2004 η σορός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών. Η κηδεία της τελέστηκε δημοσία δαπάνη το Σάββατο 31 Ιουλίου 2004 υπό τη συνοδεία της μπάντας της Φιλαρμονικής Εταιρείας «Μάντζαρος» που ήρθε από την Κέρκυρα, παρουσία πολλών συναδέλφων της και απλού κόσμου. Την ημέρα της κηδείας της όλα τα καταστήματα στην Κέρκυρα παρέμειναν κλειστά σε ένδειξη πένθους.

Τον Σεπτέμβριο του 2016 το πολυτελές σπίτι της Ρένας Βλαχοπούλου στην περιοχή Δασιά της Κέρκυρας πουλήθηκε σε μια ελληνική κατασκευαστική εταιρεία προκειμένου να ανακαινιστεί και να νοικιάζεται.

Έχει ακόμα και σήμερα τον τίτλο της τελευταίας κόμισσας της Κέρκυρας.

Η ίδια έχει πει:

«Δεν είχα ποτέ φιλίες. Βαριόμουν, δε μου άρεσαν τα κουτσομπολιά»

«Υπήρξα πολύ ζηλιάρα και το έδειχνα»

«Χόρευα πολύ καλά κι έχω φάει πολλές τούμπες. Έπεφτα όμως με τρόπο»

«Να ζείτε όμορφα, να μην κάνετε περιττά πράγματα»

και το αμίμητο: «Σούζυ τρως! Και ψεύδεσαι και τρως!»


[ad_2]

Source link